Τα δέντρα έπαιζαν τρίλιες
στο πρώτο μεσημέρι της άνοιξης.
Άπλωνε ο ήλιος τις σκέψεις του
απέναντι στη Βιβλιοθήκη
και θυμόσουν πόσα χρόνια ο χειμώνας
σκέπαζε τα σοκάκια και τα κλαδιά
Ο Μάρτης έφευγε βουβός
πατώντας στ' ακροδάχτυλα
χωρίς μια σταγόνα φως
Κατηφόρησες χαμογελαστή
εκεί που ο δρόμος πάντα σ' έβγαζε
δίπλα σ' αρχαία ονόματα
και περιστέρια που πετούν
αντίθετα στα σύννεφα
στο πρώτο μεσημέρι της άνοιξης.
Άπλωνε ο ήλιος τις σκέψεις του
απέναντι στη Βιβλιοθήκη
και θυμόσουν πόσα χρόνια ο χειμώνας
σκέπαζε τα σοκάκια και τα κλαδιά
Ο Μάρτης έφευγε βουβός
πατώντας στ' ακροδάχτυλα
χωρίς μια σταγόνα φως
Κατηφόρησες χαμογελαστή
εκεί που ο δρόμος πάντα σ' έβγαζε
δίπλα σ' αρχαία ονόματα
και περιστέρια που πετούν
αντίθετα στα σύννεφα