Παρασκευή 20 Μαρτίου 2015

Σπουδή Νο 6 "Εσπερινός"

Τα δέντρα έπαιζαν τρίλιες
στο πρώτο μεσημέρι της άνοιξης.
Άπλωνε ο ήλιος τις σκέψεις του
απέναντι στη Βιβλιοθήκη
και θυμόσουν πόσα χρόνια ο χειμώνας
σκέπαζε τα σοκάκια και τα κλαδιά

Ο Μάρτης έφευγε βουβός
πατώντας στ' ακροδάχτυλα
χωρίς μια σταγόνα φως

Κατηφόρησες χαμογελαστή
εκεί που ο δρόμος πάντα σ' έβγαζε
δίπλα σ' αρχαία ονόματα
και περιστέρια που πετούν
αντίθετα στα σύννεφα

Παρασκευή 13 Μαρτίου 2015

Σπουδή Νο 5 "Χτίσιμο"

Βρέχει απο το ξημέρωμα
ασταμάτητα, κοπιαστικά
στα φυλλά στη πόλη
στο μέτωπο

Ο Μαρτης δεν υπάρχει πια
διωγμένος, σιωπηλός
σαστίζει, κοιμάται
αγόγγυστα

Χτίζω στο τοπο αυτόν
με χέρια μαγκωμένα
στη λάσπη, την ερημιά
χωρίς φόβο

Όλο και βυθίζομαι, βαθιά
πιο βαθιά, πιο βαθιά
η λάσπη λιώνει
μα επιμένω

Φιλούν οι πέτρες σταυρωτά
τα όνειρα και ανεβαίνουν
με τα χέρια μας,
ανεβαίνουν

Μπροστά στη πόρτα
της αυγής, ζητούν
ό,τι τους μίλησα
ό,τι  τους έμαθα. ζητούν

Και ψάχνουν τον Μάρτη
που θα περάσει, μοιραίος
να χτίσει κι αυτός
ότι προστάξαν τα βιβλία μας 

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2015

Σπουδή Νο4 "Αναμονή"

Περιμένω ακόμα να φανείς
έρημη γυναίκα σκυφτή στο πλήθος
που χαιρετά το πλοίο καταμεσής της θάλασσας

Περιμένω να φανείς στην άδεια θέση
δίπλα μου, μα η παράσταση ξεκινά χωρίς εσένα

Στη παρέλαση περπάτησα διώκοντας του άφοβους
έδωσα χώρο στους περαστικούς
φύσηξα στο ακρογιάλι το φόρεμα σου
διψώντας για ήλιο και αλάτι.

Πολλοί με κοίταξαν περίεργα 
σαν σύννεφο
Σ' αγάπησα
σαν ρυάκι τις πρώτες μέρες του Απρίλη

και ύστερα μίλησα ξανά και ξανά
στο ακατοίκητο δωμάτιο για εσένα

χωρίς να περιμένω να φανείς

Τετάρτη 4 Μαρτίου 2015

Σπουδή Νο2

Τρια μερόνυχτα έψαξα
μέσα στο σκοτάδι και τις άδειες λεωφόρους
μπροστά σε κλειστές πόρτες και μαγαζιά

Έφερνα κιβώτια γεμάτα
σκισμένες σελίδες
σκονισμένα ρούχα
απελπισμένα ονόματα

Άκουσα έναν ήχο
έκλεισα το φως

Η πόλη κρατούσε την ανάσα της
όλα πήραν ξανα την θέση τους

και σαν ρολόϊ η αναπνοή
χτυπούσε πάλι απο την αρχή

Επιμονή


Κάποιες μέρες είσαι μαζί του
κάποιες άλλες φέρνεις βόλτες
ζητώντας τσιγάρα απο τους περαστικούς

Ψάχνωντας, ψάχνωντας ποιό παιχνίδι
θα χτυπήσει τη πόρτα σου ξανά,
επιμένωντας
στη συνέχεια
στη αναμονή

Εδώ που ο χρόνος τελειώνει
εσύ βρήκες την αρχή
και ξετύλιξες το κουβάρι του
μια και καλή


Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2015

Επιστολή


Γράφω κάθε πρωϊ στους ανέμους
πυκνά και υγρά γράμματα.

Ψάχνω των παιδικών μου χρόνων
την ευτυχία

Ψηλαφίζω τις παλάμες
και τα δαχτυλάκια σου
μικρό καταφύγιο
σε χιονισμένη πλαγιά.

Ακολουθώ ποτάμια
που ρέουν απο τις μελλούμενες μέρες μου
σκοτεινές γιγάντιες λάμες
λάμπουν στο φεγγαρόφως.

Και ψηλά απο την κορυφή του βουνού

που τόσα χρόνια γενεές,
παππούς μπροστά και παιδί πισω
σκαρφαλώνουν
με τα αδύναμα και λιγνά χέρια τους
ταλαιπωρημένοι και νηστικοί

Στέκομαι και αγναντέυω τη πλάτη
τη δικιά σου και τη δικιά μου

Σύντροφοι σ' ένα μεγάλο μονόλογο
να αναστένουν και να ζούν
μέρα τη μέρα την ζωή
όρθιες και ταλαιπωρημένες

Σ'αυτή την κορυφή στέναξα
για τους χαμένους
γι αυτούς που έρχονται και ανεβαίνουν
απο βαθιές σήραγγες σε λαγγάδια καταπράσινα

Μιλώντας στον άνεμο ζήτησα φως

Ο ουρανός άνοιξε ανάμεσα στα σύννεφα
μια δέσμη τινάχτηκε στο έδαφος

ακίνητος μάρτυρας μέσα στους αιώνες



Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2015

Lumière

Μην μ'αφήνεις τώρα,
μικρό φώς βυθισμένο στο σκοτάδι.

Κάποιος πέρασε απο δίπλα μου
δίψασε ο ουρανός
η βροχή στάθηκε ξαφνιασμένη,
στο πρόσωπο σου

ο δρόμος ήταν ακόμα μπροστά
"δεν θα φτάσουμε ποτέ"
είπες
διώχνωντας τα σύννεφα και την απελπισία.

Έκλεισε η πόρτα
και στην τελευταία στροφή
η μουσική έπιασε το χέρι τρυφερά
το έσφιξε με ορμή και βγήκε να υποδεχτεί το ξημέρωμα




Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2015

Επίλογος


Πίσω απο τη πόρτα ψίθυροι, γέλια, βήματα
Πετάς μια πέτρα, όπως ανέμελα φυσάς
τη ζέστη του μεσημεριού.

Κάθε ταξίδι έχει επιστροφή
και πρέπει να είναι τέτοια
που να μυρίζει νυχτολούλουδα
ή να τυλίγεται σαν χειμωνιάτικο πάπλωμα

Ο επίλογος, μια μικρή φλογίτσα
πότε ψηλώνει
πότε λικνίζεται
έτοιμη να σβήσει
έτσι που λές, μόνο ο θεός την κρατά

Η ζωή, πιο ψηλά απο θεό, πιο πλατια απο θάλασσα
στα σκούρα και φωτεινά μάτια σου
κλέβει τη φλογίτσα,
που χάνεται σε μια δέσμη καπνού.

Η αντανάκλαση μένει ζωγραφισμένη
στις κόρες των ματιών
και γω μένω
άγαλμα ενός καθεδρικού, πάντα στην ίδια θέση

Γυρνώντας πίσω, δίνω χώρο στους περαστικούς
κοιτώ τη μέρα που σηκώνεται
γράφω δυο-τρείς τελευταίες λέξεις:

"μουσικος επίλογος για μια νοσταλγία"


Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2015

Φυγή - Επιστροφή - Γυρισμός

Αν είχα δυο στιγμές ακόμα, θα πετούσα
ένα - ένα τα βαρίδια και τους φόβους.

Αν είχα μια στιγμή ακόμα θα έκλεβα
αλλες δέκα απο το πρωινό ξύπνημα.

Αν είχα μια ατέλειωτη στιγμή θα καθόμουν
πίσω απο το παράθυρο με ενα τσιγάρο.

Υπομονή. Ατελείωτη. Υπομονή.
Η επιστροφή
αντικρύζει τα πουλιά σ' ένα ομιχλώδες απομεσήμερο
Η επιστροφή
παίζει με τις λέξεις, μα δεν σημαίνει τίποτα
Η επιστροφή
γυρνά γύρω απο τεράστιους πίνακες και μουσικά όργανα.

Θα είχα μια στιγμή αν
στο πρωινό μου έχει ομίχλη

Θα είχα μια στιγμή αν
σε φωτογράφιζα με την σκέψη μου

Θα είχα μια στιγμή αν
η άνοιξη ερχόταν λίγο πιο βιαστικά


Όμως
στο γυρισμό, όλα πάλλονται αργά
όπως ο καπνός, πάνω από τις καμινάδες




Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2015

Goupil le fol

Τα χαμόγελα περπατούν στους δρόμους
απέναντι απο το τρυφερό κρύο

Τα φώτα τους, μικρά παιδιά,
ζεσταινουν το περπάτημα σου.

Δίπλωσα το παλτό στο καναπέ, να ξαπλώσεις
και βγήκα να καπνισω.
Το χαμόγελο σου δεν ηταν ποτε τόσο φωτεινό,
δίπλα σε οτι μικρό έχω ζήσει
δίπλα στη μεγάλη βόλτα που θα σ' έπαιρνα απο το χέρι
δίπλα από ότι μοιράζεται η νύχτα με την μέρα.

Ήσουν δυο ορόφους πιο ψηλά,
εκεί που το φως τρεμοπαιζει
μόνο στα δικά μου μάτια.
Άφησες στο χαμηλό τραπέζι
δυο χάρτινα καραβάκια,
που όπως όλα τα όνειρα
έπρεπε να έχουν
το δικο τους όνομα.
Έγραψες κι γέλασες δυνατά:
"το πιο όμορφο όνομα του κόσμου"
η φλόγα κινήθηκε πίσω από το χαρτί σαν απόγευμα καλοκαιριού.

Έξω απο το παράξενο μπαρ τα πρόσωπα μας γυαλιζαν
πανω στην βιτρίνα με την μικρή αλεπού.
Μ' ένα τσιγάρο στο κάθε χέρι,
δικο μου και δικό σου
και αναπνοή ικανή να περιμένει,
έναν αιώνα μέχρι το ξημέρωμα
βυθίστηκαμε στην ησυχία
και σε μια μικρή - μικρή ελπίδα.
πως τ' όνειρα μας, σαν τα καραβάκια σου
θ' αποκτήσουν όνομα.


Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2015

Μπαλάντα

Συζητούσαμε χθες βράδυ,μιλούσες άπνοα.
Παλιά κουβέντα που έχει ξεχαστεί.

Η μουσική πέρασε τους δρόμους
κυμάτιζε σαν κορδέλα δεμένη σε μπαλκόνι
και ο παλμός σήκωνε την καρδιά σου,
τόσο μαλακά.

Τα πλήκτρα κέντρισαν την σιωπή
όπως το πύρωμα στη φωτιά που σβήνει,
όλο κόκκινο μέσα στη στάχτη.

Πλάτυνε η φλογίτσα,
ήρθε και κάθισε μαζί μας
σαν παλιός επισκέπτης.

Χτυπούσε η ψυχή πάνω στο στήθος
σάρωνε ο αέρας τις ψιχάλες
Κι εσύ έπαιζες την πρώτη μπαλάντα.
Αντίθετα στο πόνο και την οργή.

Αφού τα χέρια σου άγγιξαν τα γόνατα,
κοίταξες με βαθιά και στιλπνά μάτια
ότι έχτισες πάνω μας: ένα μικρό καταπράσινο φαράγγι
που η φωνή σου αντηχεί.

Όλοι δακρυσμένοι τότε αγκαλιαστήκαμε.
Με σιγανή φωνή κάποιος είπε:
‘Όσο και αν παίζεις,δεν βρίσκεις λύτρωση’

Αναστέναξες βαθιά
κάθισες στο πιάνο

και η πρώτη μπαλάντα
γιγάντωσε τον κόσμο
από την αρχή

Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2015

Χειμωνιάτικη Μέρα


Τι λύτρωση, καθώς διαβάζω
τους στίχους σου

Αέρας τινάζει τα κλαδιά
Αυτό το χειμωνιάτικο πρωϊνό

Θροϊζει έξω απ' το παράθυρο σου
Πυκνά σύννεφα φέρνουν χιόνι

Και γω σε είδα χθές βράδυ
σαν γιορτή

Σήμερα κοιτώ τα βουνά
Μικρές στάλες
Ρυθμικές σε ένα ποτήρι

Γιορτή χθές, γιορτή σήμερα

Δίπλα απ΄το θολό τζάμι αχνοφέγγει
γαλάζιος ουρανός

Και συ με το παλτό σου
Σφιχτά δεμένο
Κοιτάς τη μέρα
-μικρή πεταλούδα
που φτερουγίζει στη καρδιά του χειμώνα-
Κατάματα με θάρρος

Μέσα στο χαλασμό και τη θύελλα
Φώναξα ψάχνωντας το χέρι σου

Σ' αυτό το πέτρινο μονοπάτι
Παλιό καλντερίμι που περπατήσαμε

Μου είπες κοφτά
Πως είναι Θεοφάνεια

Όλα γύρω άλλαξαν μεμιάς
Χιόνι έπεφτε σαν κρύσταλλο

Και μείς συνεχίσαμε το δρόμο μας
Μέσα στη χειμωνιάτικη μέρα

Αγέρωχοι, σιωπηλοί

Όπως οι ήρωες του παλιού καιρού