Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012

Lenin Reloaded: Κοκτέιλ Μολότωφ #181

Lenin Reloaded: Κοκτέιλ Μολότωφ #181: Τι φρικαλέοι καιροί! Απ' το παράθυρο, όταν το ανοίγεις, γεμίζει το δωμάτιο η ατιμία. Η βρύση στάζει ατιμία. Οι λέξεις στις σελίδες στήνουν γ...

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

Πολιτική ταυτότητα




Τραβήξαμε μια γραμμή στην άμμο




Πέρασαν οι μεν από δω

Από την άλλη οι δε




Η ιστορία έμεινε να πατά τη γραμμή και βγήκε κερδισμένη.

Έστειλε τους μεν στη λάσπη

έμειναν αυτοί ακίνητοι

πεσμένα δοκάρια

αναποδογυρισμένες καρέκλες

μέσα σε αποθήκες λιμανιών ή κάτω από κίτρινους φανοστάτες σε άδειους δρόμους.




Ύστερα από χρόνια μια παρουσιάστρια μας ενημέρωσε:




"Η ιστορία επανέρχεται. Γάλα στο ψυγείο σας ούτε δείγμα."




Περίσσεψαν όμως χρήματα για ένα τσιγάρο ώστε με την τελευταία τζούρα να κάψουμε, ότι απ το μηδέν που είχαμε, απόμεινε.




Ξαφνικά ανάμεσα στα πολλά δελτία

φανερώθηκε ο τοίχος που υπομονετικά παρατηρούσαμε χρόνια.

Έχει και εξωτερική όψη. Είναι αργά όμως. Ήδη ράγισε.




Τότε σηκώθηκα ήρθα σπίτι σου ύψωσα την φωνή μου, τόσο που δεν άκουγα τον ίδιο μου τον εαυτό




'Σήκω ρε σαν τον άνεμο, δέσε το δρόμο σαν ζώνη, αγκάλιασε τα κτίρια σαν φίλους παλιούς,

ξάπλωσε στα χέρια ενός ξένου, φώτισε τα πάρκα το βράδυ με τα μάτια σου, μίλα σαν ποτάμι, αγάπα όπως η μουσική, τραντάξου πότε σαν διαπασών και πότε σαν φύλλο πλατανιού .




Από τις πολλές προσταγές έχασα την αρχή και το τέλος.













Ύστερα σιωπή και σκοτάδι.

Να κάνουν παρέα στη πιο μύχια σκέψη μου:




Η ανθρωπότητα δεν έχει πει ακόμα την τελευταία της λέξη.






Τρίτη 26 Ιουνίου 2012

Παρτίδα


Καθόμουν ήρεμος, καπνίζοντας και εμφανίστηκες μέσα από σκιές και φωτογραφίες.

Ξεσκεπάζοντας φωτιές και φωνές
χρόνια κρυμμένες σε προαύλια σχολείων και δωμάτια γεμάτα υγρασία.

Και πάνω στην απώλεια σου, φιλοσοφώ ακόμα
με ένα τσιγάρο στο στόμα.

Περνώντας τις Κυριακές σαν λιβάδια γεμάτα στάχυα.

Χάνω τις εικόνες σαν νερό, σαν αμάξια σε λεωφόρο.

Νωχελικά και ήσυχα ακούω τις νότες που σε θυμίζουν,
γεμίζω με τα κάδρα σου τους τοίχους.


Τώρα που δεν έχει πια νόημα.


Στην ώρα της απώλειας και της περισυλλογής μαζεύω βότσαλα,
λευκά και μαύρα σαν πιόνια από σκάκι,
που τη παρτίδα του έχασα μέσα σ ένα βράδυ.



Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012

Αγαπητέ Αντρέι


Αγαπητέ Αντρέι.

Νεκρός εδώ και χρόνια.
Όπως και ο πατέρας σου.

Κλυδωνίζεσαι ανάμεσα σε κάδρα.

Περιμένω, μέσα στο χρόνο που σμιλεύεται ασταμάτητα και σταθερά.
Που περιστρέφεται σε αγιογραφίες και αυτοκινητόδρομους.

Αγαπητέ Αντρέι, λοιπόν.

Διάβασα αυτά που είπες απόψε
                                    ή κάποιο άλλο βράδυ.

Δεν έχω κάτι ξεκάθαρο στα χείλη, ούτε λέξεις,
                                                        ούτε σύμβολα.

Κρατώ όμως μια κίτρινη φωτογραφία: το "κατ' εικόνα".
Και τον χρόνο, που ζωγραφίζει
"καθ'ομοίωση", μέσα σε μια στέρνα με λάσπη.

Αυτές τις δύο εικόνες κρατώ
πολυκαιρισμένα κειμήλια πια χωρίς ζωντάνια.
Σμιλεύω μια πέτρα αντί για χρόνο
                                γιατί αυτό το υλικό μου δόθηκε.

Κρατώ μονάχα μια λέξη
                           ξεχασμένη και ανθρώπινη.

Μια πινακίδα στην αρχή του χωμάτινου δρόμου
που με κιμωλία έχεις χαράξει πέντε γράμματα:

Θ-Υ-Σ-Ι-Α




Νυχτερινό #8


Χτύπησε το κουδούνι. Ήταν άνθρωποι από την τηλεόραση. Μπήκαν. Έσπασαν τα έπιπλα, έκαψαν τα βιβλία, άδειασαν το ψυγείο, και ύστερα έφυγαν. Το μόνο που δεν πείραξαν ήταν η τηλεόραση. Την πήρα στα χέρια κατέβηκα τις σκάλες και την άφησα στα σκουπίδια.
Άναψα ένα τσιγάρο και προσπάθησα να καταλάβω γιατί δεν το είχα κάνει νωρίτερα.


Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

Νυχτερινό #7


Όταν βράδιασε στάθηκα στο παράθυρο για να καπνίσω. Είδα μπλε κυματισμούς  πάνω στην σκονισμένη κουρτίνα. Ένα περιπολικό σταμάτησε μπροστά απ την είσοδο. Φωνές και φασαρία. Κατέβηκα να δω τι είχε γίνει. Στο διάδρομο μαζεμένος κόσμος. Έσπρωξα για να δω. Μπήκα στο σαλόνι ενός διαμερίσματος, εδώ ζούσε ένας νέος λίγο μεγαλύτερος από μένα. Πάνω στην καρέκλα του γραφείου καθισμένος μέσα στο αίμα, μ' ένα σαρδόνιο χαμόγελο στην κοιλιά. Το μαχαίρι ήταν ακουμπισμένο τακτικά, μέσα στην θήκη του, πάνω στο γραφείο.
Ο αυτόχειρα είχε πιει τον καφέ του. Ένα τσιγάρο ακόμα έκαιγε στο τασάκι. Πριν προλάβει να βγάλει την τελευταία του ανάσα, είχε γράψει με το δάχτυλο και μελάνι το αίμα του πάνω στο γραφείο την λέξη ευ-τυχία. Οι γείτονες και οι συγγενείς μουρμούριζαν πώς για κάποια γκόμενα το είχε κάνει. 'Ιδού', έλεγαν, 'Να και το όνομα της'. Έσπρωξα πάλι πανικόβλητος και βγήκα στον δρόμο. Το κρύο μπήκε στα πνευμόνια μου και άναψα ένα τσιγάρο.



Νυχτερινό #6



Βάζω στα ηχεία το κουβανέζικο μπολερό που ακούγαμε μαζί. Γεμίζω το σπίτι από μουσική. Χορεύω μόνος μου όπως τότε. Σε βλέπω στα βήματα μου. 
Μελαγχολείς, δεν σ έχω ξαναδεί έτσι. 
Χορεύουμε θλιμμένα και τρυφερά μέχρι να καταλάβω πως είμαι μόνος.
Ντρέπομαι σαν μικρό παιδί και κάθομαι ήσυχα στην καρέκλα. Μόλις τελειώσουν οι νότες και διαλυθούν σαν τον καπνό από το τσιγάρο μου, ανοίγω την πόρτα, παίρνω την καρέκλα,  κάθομαι στη είσοδο και βάζω το κομμάτι να παίξει ξανά.




Νυχτερινό #5


Όταν ήμασταν μαζί πήρα ένα γατάκι. Έτσι σαν παιδί της ευτυχίας μας.
Το γατάκι έγινε γάτα, χόντρυνε πάχυνε και γουργούριζε στα πόδια μας, να μας θυμίζει τα βήματα της σχέσης μας.
Έφυγες και έμεινε η γάτα να γεμίζει τα απογεύματα μου.
Περίμενα υπομονετικά επτά χρόνια, ώσπου η γάτα πέθανε.
Σίγησε πια το γουργουρητό που σε θύμιζε και για πρώτη φορά κοιμήθηκα ήσυχος.


Νυχτερινό #4

Γύρισα από την δουλειά ιδρωμένος.
Άνοιξα το ψυγείο δεν υπήρχε τίποτα, πήγα στο δωμάτιο δεν υπήρχε τίποτα, πήγα στο μπάνιο κοίταξα τον καθρέφτη δεν υπήρχε τίποτα.
Άνοιξα την ντουζιέρα και έμεινα από κάτω μέχρι που το νερό σταμάτησε.
Ύστερα κοίταξα ξανά ήρεμος τον καθρέφτη. Κάποιος είχε γράψει με κραγιόν: 'ευ-τυχία'.
Χαμογέλασα και πήγα να αλλάξω.


Νυχτερινό #3


Τα βράδια ξαπλωμένος, διαβάζω, μέχρι να βαρύνουν τα μάτια μου. Τότε κλείνω το φως.
Μετά από λίγο το ανοίγω και συνεχίζω. Μερικά πρωινά τα βιβλία είναι στο πάτωμα, τα τοποθετώ προσεχτικά στην θέση τους. Που και που μπαίνουν φίλοι και γνωστοί. Τα χαζεύουν σαν εκθέματα με ύφος σκεπτικό, κουνούν το κεφάλι τους με θαυμασμό. Όταν η πόρτα κλείνει εκείνα πέφτουν στο πάτωμα.
Μια μέρα ξάπλωσα δίπλα τους, κάτι μου ψιθύρισαν, έτριξαν τις σελίδες τους και έπεσαν νεκρά.



Νυχτερινό #2


Το βράδυ κάποιος με πήρε από πίσω, τα βήματα του πάνω στα δικά μου. Μπήκε σπίτι μου και άρχισε να μιλάει. Μιλούσε για την την ζωή του, που πάντα ήταν τακτική και σωστή, δεν ενοχλούσε κανέναν, δεν ασχολούνταν με τα κοινά, είχε facebook και δυο παιδιά. Μιλούσε για την δυστυχία του, δούλεψε για να έχει τα πάντα και δεν έχει τίποτα. Μιλούσε για την γυναίκα του και το σκυλί του.
Πήγα να του φέρω κάτι να πιει. Αυτός έβγαλε το περίστροφο από την τσέπη και πάτησε την σκανδάλη. Το τσιγάρο έτρεμε στο άλλο του χέρι. Τον κοίταξα κάμποση ώρα και τον ρωτούσα: 'Γιατί;'

Νυχτερινό #1


Μου χτύπησε την πόρτα. Ρώτησα το όνομα της. Μου είπε: 'Μοναξιά'
Κάθισε στον καναπέ και άναψε ένα τσιγάρο. Έμεινε στην σιωπή χωρίς να μιλά ή να με κοιτάζει. Περίμενα λίγο και ύστερα πήγα μέσα, έφερα ένα ποτήρι νερό, της έστρωσα καθαρά σεντόνια στο κρεβάτι μου και της είπα:
Μπορείς να κοιμηθείς εδώ το βράδυ.

Πέμπτη 14 Ιουνίου 2012

Βαρκαρόλα



Να λοιπόν, μικρή μου, φτάσαμε.
Εδώ, δίπλα στον Βόλγα.               Πες μου δεν σου θυμίζει Βενετία;
Τα φώτα της πόλης πέφτουν στα νερά και στα μάτια σου
Η ημισέληνος είναι νωθρή και προστακτική
Τα άγουρα μάτια σου είναι άλλοτε πράσινα και άλλοτε γαλάζια
Η ιστορία έχει φροντίσει να ξεθωριάσουν
Σε είχα φέρει ξανά  εδώ κ ας μην είχες γεννηθεί
Ήμουν κ ήσουν εδώ
Όταν χτίζονταν τα φράγματα: μεγαλοπρεπή και αθώα
                                                                                               σαν τα χέρια σου


Όταν ξενυχτούσαν με πίκρα οι μητέρες πάνω από τα παιδιά τους
Όταν τα μάτια όλου του κόσμου κοιτούσαν με δίψα

Τώρα τα μάτια σου έχουν μια δίψα αλλιώτικη.

Θες να μας ταξιδέψει το ποτάμι;
Ακούς αυτή την βαρκαρόλα;
Θα σ’ ακούσω να τραγουδάς;

Ας χαϊδέψουμε σήμερα τις μνήμες  και
ας ελπίσουμε πώς δεν είναι όνειρο ο Μόσχας


Η άμμος του παραμένει ασάλευτη
όπως τα χείλη σου, όταν το χαμόγελο φτάνει  στην κορυφή του
Οι λόφοι, ασάλευτοι
Τα δέντρα, ασάλευτα
Τα φώτα στους δρόμους, ασάλευτα
Τα κορμιά των κοριτσιών που πάνε στην δουλειά, ασάλευτα

Άρα γίνεται λοιπόν.
Γίνεται να ορμίσεις στον δρόμο και να σφίξεις το χέρι μου
Τώρα ξέρεις. Γίνεται.
Εγώ πιστεύω σε σένα κ εσύ σε μένα

Δεν έχει χαθεί τίποτα μικρή μου.
Θα χτίσουμε μαζί τον Μόσχα πάλι από την αρχή:
                                                                                         σταγόνα
                                                                                                           σταγόνα

Και τότε θα σε πάω εκεί που θες,  μέσα στα νερά του
Με συντροφιά την πιο τρυφερή και πικρή βαρκαρόλα

                Ως  τότε κράτα το χέρι μου και εγώ τα μάτια σου 








Τετάρτη 13 Ιουνίου 2012

Εγχειρίδιο Εκλογών


Το ξημέρωμα θολό και παράξενο.

γκρίζο δωμάτιο.
σαν τα μάτια μας μετά από μεγάλο ύπνο
μα πιο πολύ άδειο, σαν τα τσιγάρα μας.

Πριν βγει ο ήλιος μαζεύονται οι  κάτοικοι απ τις πλατείες:
                                                                                            τα πρεζόνια
                                                                                                               οι άστεγοι
Κουλουριάζονται σαν τους βρικόλακες
μη τους προλάβει το φως,
μη τους αντικρίσει ο δημιουργός τους.

Περπατώ στο ξημέρωμα. 
Με μια κούραση, ίδια με αυτή που φορτώνομαι κάθε μέρα.
Μόνο πιο μελαγχολική.

Στο ξημέρωμα. 

Ξεφυτρώνουν οι φοιτήτριες από τα μεθύσια
περπατάνε με τα γυμνά πόδια τους, ζητώντας απελπισμένα ένα ζευγάρι μάτια
να βγει από τις κόγχες και να τις ακολουθήσει
στον άδειο δρόμο.

Στο ξημέρωμα αυτό,
με την γιαγιά να μαζεύει απ’ τα σκουπίδια λίγο περίσσευμα
από την ευτυχία που έτσι και αλλιώς δεν έχουμε
και τους σκουπιδιάρηδες μοναχικούς, κρεμασμένους σαν τα άγρια ζώα 
με το αλλόκοτο και κιτρινισμένοι
                       να κουβαλούν τα όνειρα της γριάς μακριά.

Το ξημέρωμα δεν θα μας φέρει πουθενά σήμερα. 
Μόνο λίγο πιο κοντά στον θάνατο.
Δεν ξημερώνει κάτι για μας.

Παρά μόνο η ελπίδα του μόχθου μας
                                                           και ο δογματισμός των ιδεών μας.